- προσβάλλονται
- προσβάλλωstrikepres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
οστρακιά — (Ιατρ.). Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα, της ομάδας των καλούμενων εξανθηματικών νοσημάτων, εξαιτίας των χαρακτηριστικών δερματικών εξανθημάτων που τα συνοδεύουν. Είναι νόσος ενδημική στις περισσότερες περιοχές με εύκρατο κλίμα, αλλά παρουσιάζει… … Dictionary of Greek
φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… … Dictionary of Greek
κινήτωση — Παθολογική κατάσταση η οποία προκαλείται από κινήσεις που διεγείρουν παρατεταμένα τα όργανα της ισορροπίας που βρίσκονται στον υμενώδη λαβύρινθο. Προσβάλλονται ιδιαίτερα όσοι πάσχουν από νευροφυτικές διαταραχές, από πτώση των σπλάχνων, από… … Dictionary of Greek
Μπίργκερ, νόσος του- — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση που αναγνώρισε και περιέγραψε ο Λέο Μπίργκερ (1879 1943). Ονομάζεται επίσης αποφρακτική θρομβαγγειίτιδα και αυτός ο όρος δείχνει με μεγαλύτερη ακρίβεια τα ανατομο παθολογικά και κλινικά χαρακτηριστικά της νόσου, που… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αβάκα — Φυτό της οικογένειας των μουσιδών, ιθαγενές των Φιλιππίνων. Η επιστημονική ονομασία του είναι μούσα η κλωστική. Έχει μεγάλη σημασία για τη βιομηχανία, γιατί από τον κολεό των φύλλων του βγαίνει η λεγόμενη κάνναβις της Μανίλας, κλωστικό υλικό… … Dictionary of Greek
αδενίτιδα — Φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων. Η α. προέρχεται από φλεγμονή η οποία αρχίζει στην περιοχή των λεμφικών αγγείων που καταλήγουν στο γάγγλιο και, ανάλογα με την εντόπισή της, διακρίνεται σε τραχηλική, τραχειοβρογχική, μασχαλιαία, βουβωνική κλπ. Η… … Dictionary of Greek
αεροωτίτιδα — η Ιατρ. τα αποτελέσματα τής διαφοράς πιέσεως ανάμεσα στο μέσο ους και τον έξω ακουστικό πόρο: δυνατός πόνος, φλεγμονή, αιμορραγία και ρήξη τού τυμπάνου. Από αεροωτίτιδα προσβάλλονται μερικές φορές οι δύτες και οι πιλότοι αεροπλάνων … Dictionary of Greek